- διαναστᾶσα
- διανίσταμαιaor part act fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαναστάσα — διαναστά̱σᾱ , διανίσταμαι aor part act fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)